μονάκριβο

μονάκριβο
biricik, bir tanecik, yeğane, tek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονάκριβος — η, ο (Μ μονάκριβος, η, ον) 1. (για παιδιά ή και γι αδέλφια) ένας και γι αυτό πολύ αγαπητός («κάποια νια πεντάμορφη, μονάκριβη δασκάλου θυγατέρα», Ζέρβ. λυρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθένας που είναι πολύ αγαπητός 3. (για πράγματα) μοναδικός («έχω ένα… …   Dictionary of Greek

  • Αβραάμ — I Βιβλικό πρόσωπο. Oπρώτος πατριάρχης και γενάρχης των Εβραίων. Η Βίβλος τον παρουσιάζει ως αρχηγό νομάδων, κύριο πολλών ποιμνίων και λαμπρό πολέμαρχο, που οπουδήποτε σταματούσε κατά τις μεγάλες περιπλανήσεις του, ίδρυε βωμό στον έναν και… …   Dictionary of Greek

  • μονάκριβος — η, ο ο μόνος και ακριβός, λατρευτός και μοναδικός: Προστάτευε υπερβολικά το μονάκριβο γιο της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανακούω — ξανάκουσα, ξανακούστηκα, ακούω πάλι, πληροφορούμαι ξανά: Ξέρω έν αηδόνι μια νυχτιά, μέσα σε πράσινη ερμιά, ξένο μονάκριβο ασώπαστο, δεν το ξανάκουσα πια (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”